- Διόπαις
- Δῐό-παις, παιδος, ὁ,A son of Zeus, AP9.525.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
διόπαις — διόπαις, ο (Α) (για τον Απόλλωνα) ο γιος τού Διός. [ΕΤΥΜΟΛ. < διο * + παις] … Dictionary of Greek
Διόπαι — Διόπαις son of Zeus masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Διόπαιδα — Διόπαις son of Zeus masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ζευς — Η κορυφαία θεότητα στο αρχαίο ελληνικό πάνθεον. Βλ. λ. Δίας. (Αστρον.) Πλανήτης του ηλιακού συστήματος. Βλ. λ. Δίας (Αστρον.). * * * και Δίας, ο (AM Ζεύς, Διός) 1. (στην αρχαία Ελλάδα) βασιλιάς και πατέρας θεών και ανθρώπων, θεός τού ουρανού και… … Dictionary of Greek
διο- — (Α) α συνθετικό πολλών αρχαίων ελληνικών λέξεων που φανερώνει καταγωγή από τον Δία, συνεπώς τον λαμπρό, τον έξοχο. Πρβλ. αρχ. διόβολος, διογενής, διόγνητος, διόγονος, διόθεν, διόκτυπος, διομηνία, διομήτωρ, διόπαις, διοπόμπησις, διοσημία,… … Dictionary of Greek